- κόσμος
- I
Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών.1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861.2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882.3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Γ. Σκαρλατόπουλο το 1890.4. Εφημερίδα που εκδιδόταν στην Οδησσό από τον Γ. Κωνσταντινίδη την περίοδο 1905-10.5. Εφημερίδα που εκδιδόταν στη Σμύρνη από τους Ν. Λάσκαρη και Ν. Νικολαΐδη. Κυκλοφόρησε αρχικά ως περιοδικό τέχνης και από το 1917 ως καθημερινή εφημερίδα. Η έκδοσή της διακόπηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.6. Καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Σ. Συνανίδη. Ο αρχικός τίτλος της ήταν Οικονομοτεχνικά Νέα.II(Αστρον.). Σειρά σοβιετικών δορυφόρων που ξεπερνούν τους χίλιους και από τους οποίους ο πρώτος εκτοξεύτηκε τον Μάρτιο του 1962 και ο χιλιοστός τον Μάρτιο του 1978. Οι δορυφόροι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν για αστρονομικές, ιονοσφαιρικές, ατμοσφαιρικές, γεωμαγνητικές, γεωδαιτικές και βιολογικές μελέτες. Κατά πάσα πιθανότητα, χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, για παρατηρήσεις που αφορούσαν τη ναυσιπλοΐα και λειτούργησαν ως συστήματα αναγνώρισης, ως συστήματα επιτήρησης των ωκεάνιων εκτάσεων και στις στρατιωτικές τηλεπικοινωνίες.* * *ο (ΑM κόσμος)1. το σύνολο ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων που βρίσκονται πάνω στη γη, η οικουμένη, η υφήλιος (α. «όλος ο κόσμος σήμερα γιορτάζει την ημέρα τού παιδιού» β. «τί γὰρ ὠφελεῑται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση», ΚΔ)2. το κοινωνικό σύνολο, οι άνθρωποι, η κοινωνία, ο λαός (α. «μην ασχολείσαι με αυτά που λέει ο κόσμος» β. «ο κόσμος τέτοιος πλάστηκε να ζη στης λησμονιάς την παραζάλη», Ζερβ.γ. «εἰ ταῡτα ποιεῑς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ», ΚΔ)3. ο βίος πάνω στη γη, η επίγεια ζωή (α. «ο κόσμος είναι μάταιος, τα πάντα ματαιότης», δημ. δίστιχοβ. «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῡ κόσμου τούτου», ΚΔ)4. το σύνολο τών ουράνιων σωμάτων, η πλάση, το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (α. «ὅτι πρῶτος Πυθαγόρας τὸν' οὐρανὸν κόσμον προηγόρευσε διὰ τὸ τέλειον εἶναι καὶ πᾱσι κεκοσμῆσθαι τοῑς τε ζώοις καὶ τοῑς καλοῑς», Φώτ.β. «πρῶτον λέγειν ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως», Πλάτ.γ. «κόσμον τόνδε οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ' ἦν ἀεὶ και ἔστιν καὶ ἔσται πῡρ», Ηράκλ.)5. φρ. «ψυχή τού κόσμου» — ζωική αρχή η οποία κατά τη διδασκαλία ορισμένων φιλοσόφων εμψυχώνει το σύμπαν, το οποίο θεωρείται ως τεράστιο σώμανεοελλ.1. ορισμένη κοινωνική ή επαγγελματική κατηγορία ανθρώπων (α. «ο καλός κόσμος» β. «ο επιστημονικός κόσμος» γ. «ο κόσμος τού θεάτρου»)2. μεγάλο πλήθος ανθρώπων, πολυκοσμία («είχε κόσμο στη διάλεξη»)3. η ζωή μέσα στην κοινωνία, (α. «όταν βγεις στον κόσμο, θα μάθεις πολλά πράγματα» β. «αρνήθηκε τον κόσμο και κλείστηκε σε μοναστήρι»)4. βοτ.γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σύνθετα5. φρ. α) «πολλαπλότητα τών κόσμων»(φιλοσ.) υπόθεση κατά την οποία και σε άλλους πλανήτες εκτός από τη Γη υπάρχει ζωή και μάλιστα έλλογα όνταβ) «χάλασε ο κόσμος» — έχουν διαφθαρεί οι πάντες και τα πάνταγ) «χαλώ τον κόσμο» — αναστατώνω τα πάντα, κάνω μεγάλη φασαρίαδ) «δεν χάλασε δα κι ο κόσμος» — δεν έγινε και τίποτε σπουδαίοε) «ο κόσμος να χαλάσει...» — ό,τι κι αν συμβείστ) «κόσμος και κοσμάκης» — πολύ και κάθε τάξης πλήθος ανθρώπωνζ) «σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι» — αναστατώνω τους πάντεςη) «πήγε στον άλλο κόσμο» — πέθανεθ) «έρχομαι στον κόσμο» — γεννιέμαιι) «φέρνω στον κόσμο» — γεννώια) «είναι άνθρωπος τού κόσμου» — είναι πολύ κοινωνικό άτομοιβ) «έφαγα τον κόσμο» — έψαξα παντούιγ) «για τα μάτια τού κόσμου» — για να κρατηθούν τα προσχήματαιδ) «Παλαιός Κόσμος» — η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρικήιε) «Νέος Κόσμος»Η Αμερική και η Ωκεανίαιστ) «τρίτος κόσμος» — σύνολο χωρών αποτελούμενο κυρίως από κράτη που ανεξαρτητοποιήθηκαν ή συγκροτήθηκαν μετά την κατάργηση τού αποικιοκρατικού συστήματος, που διέρχονται σήμερα το στάδιο τής οικονομικο-κοινωνικής ανάπτυξης και αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα τού πληθυσμού τής Γηςιζ) «ζη στον κόσμο του» — έχει απομονωθεί από το κοινωνικό σύνολο, δεν έχει καμιά επαφή με το περιβάλλον του6. παροιμ. α) «ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει» — τίποτε στη ζωή δεν είναι σταθερό και διαρκές ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχίαβ) «ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι» — για πασίγνωστα πράγματα τα οποία οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να κρατούν μυστικάγ) «ο κόσμος κάνει τον παπά κι όχι ο παπάς τον κόσμο» — η επίδραση τής κοινωνίας στο άτομο είναι πολύ ισχυρότερη από την επίδραση τού ατόμου στην κοινωνίαδ) «ό,τι κάνει ο κόσμος κάνει κι ο Κοσμάς» — λέγεται γι' αυτούς που ακολουθούν το ρεύμα τού πλήθουςνεοελλ.-μσν.1. (η γεν. ενάρθρως ως ποσοδείκτης) τού κόσμουπάρα πολλά («κάναμε τού κόσμου τα γέλια»)2. φρ. α) «ο πάνω κόσμος» ή «ο άνω κόσμος» — η επίγεια ζωή, ο ζωντανός κόσμος, σε αντιδιαστολή με τη μεταθανάτια ζωή, με τον κόσμο τών νεκρώνβ) «ο κάτω κόσμος» ή «ο άλλος κόσμος» — ο Άδης, ο κόσμος τών νεκρώνγ) «κατά κόσμον...» — λέγεται για το βαπτιστικό όνομα κληρικών ή μοναχών, σε αντιδιαστολή με το ιερατικό όνομαμσν.-αρχ.1. κόσμημα, στολίδι («ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροΐ θήκατο κόσμον», Ομ. Ιλ.)2. στολισμός, διακόσμηση («γλυκόχροα κόσμον ἐλαίας», Πίνδ.)αρχ.1. τάξη, ευπρέπεια, αρμονία (α. «οὐ κατὰ κόσμον» — απρεπώς, Ομ. Ιλ.β. «τοὶ δὲ καθῑζον ἐπὶ κληῑσιν ἕκαστοι κόσμῳ» γ. «οὐκέτι τὸν αὐτὸν κόσμον κατηγέετο», Ηρόδ.)2. καλή συμπεριφορά κοσμιότητα3. πειθαρχία («θαυμαστοὺς ἐδείξατε τῷ κόσμῳ ταῑς παρασκευαῑς, τῇ προθυμίᾳ», Δημοσθ.)4. η καλή κατασκευή («ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου», Ομ. Οδ.)5. το καθεστώς, το πολίτευμα («μένειν ἐν τῷ ὀλιγαρχικῷ κόσμῳ», Ησίοδ.)6. τιμή, έπαινος («οἷς κόσμος καλῶς τοῡτο δρᾱν [ἦν]», Θουκ.)7. σφαίρα τής οποίας το κέντρο είναι το κέντρο τής Γης, ακτίνα δε η ευθεία που ενώνει τη Γη με τον Ήλιο8. σφαίρα που περιέχει τους απλανείς αστέρες9. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών έξι και δέκα10. στον πληθ. οἱ κόσμοια) (στην Κρήτη) δέκα ανώτατοι ενιαύσιοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μετά τους βασιλείς και τών οποίων το αξίωμα αντιστοιχούσε με το αξίωμα τών εφόρων τής Σπάρτηςβ) οι αστέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -μος ή -σμος και δεν είναι σαφές σε ποια ρίζα ανάγεται. Συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ», αρχ. ινδ. śamsati, οπότε ανάγεται σε αρχικό τ. *κονσ-μος (που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *kons- τής ΙΕ ρίζας *kens- «κηρύσσω»). Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται σε τ. *κοδ-σμος, που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα *kod- τής ΙΕ ρίζας *ked- «διευθετώ», πρβλ. κεδνός. Τέλος, κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με αρχ. περσ. θαh- «διευθετώ». Η αρχική σημασία τής λ. ήταν «τάξη, αρμονία, διάκοσμος», λόγω δε τής τάξης και τής αρμονίας που χαρακτηρίζει το κοσμικό σύστημα, η σημ. επεκτάθηκε στην έννοια τού σύμπαντος, τής οικουμένης και, περαιτέρω, στο σύνολο τών έμβιων όντων τής Γης. Έτσι, η σημ. τής λ. κόσμος έφθασε να δηλώνει το σύνολο τών ανθρώπων. Συνθ. με α' συνθετικό τη λ. είναι τα ανθρωπωνύμια Κοσμο-κλής, και Κοσμό-πολις και παρ. τής λ. είναι τα ανθρωπωνύμια Κοσμάς και Κοσμίας.ΠΑΡ. κοσμάριον, κοσμικός, κόσμιος, κοσμώαρχ.κοσμαία, τα, κοσμαρίδιον, κοσμιαίοςαρχ.-μσν.κοσμίδιον, κοσμίζωμσν.κοσμωτόςνεοελλ.κοσμαίος, κοσμάκης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. κοσμ(ο)-. (Β' συνθετικό) άκοσμος, γυναικόκοσμος, διάκοσμος, εύκοσμος, κατάκοσμος, νεκρόκοσμος, περίκοσμος, υπέρκοσμος, φιλόκοσμοςαρχ.βοτρυόκοσμος, κλινόκοσμος, πάγκοσμος, παράκοσμος, πεντέκοσμος, πολύκοσμος, πρωτόκοσμος, σιληνόκοσμος, σύγκοσμος, σωσίκοσμος, φερέκοσμοςνεοελλ.αγροτόκοσμος, αλλόκοσμος, απόκοσμος, ελαφρόκοσμος, εργατόκοσμος, κοριτσόκοσμος, κουτόκοσμος, μαθητόκοσμος, μακρόκοσμος, μικρόκοσμος, νεαρόκοσμος, ξέκοσμος, ονειρόκοσμος παιδόκοσμος, παλιόκοσμος, υπόκοσμος, φοιτητόκοσμος, φτωχόκοσμος, ψευτόκοσμος, ωραιόκοσμος].
Dictionary of Greek. 2013.